- ανεψιοτης
- ἀνεψιότης-ητος ἥ двоюродное родство, тж. родственная связь Plat., Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεψιότης — ἀνεψιότης, η (Α) η συγγένεια των εξαδέλφων, κυρίως των πρώτων … Dictionary of Greek
ἀνεψιότης — relationship of cousins fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεψιότητος — ἀνεψιότης relationship of cousins fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)